- βιᾶται
- βιάωconstrainpres subj mp 3rd sgβιάωconstrainpres ind mp 3rd sgβιάζωconstrainfut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιαταί — βιᾱταί , βιατης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοβαρώ — οἰνοβαρῶ, έω (Α) [οινοβαρής] έχω βαρύνει από το πολύ κρασί, είμαι μεθυσμένος, πιωμένος («οἰνοβαρέω κεφαλήν... καί με βιᾱται οἶνος», Θέογν.) … Dictionary of Greek
πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek